- δυικοῦ
- δυικόςdualmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νω — νώ (Α) (αντων.) (ονομ. και αιτ. δυϊκ. αριθ. τού εγώ) εμείς οι δύο, εμάς τους δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αντωνυμία νώ αντιστοιχεί με αβεστ. nā, αρχ. ινδ. nau και αρχ. σλαβ. na. Ο τ. τής επικής ονομ. και αιτ. νῶϊ εμφανίζει δυσερμήνευτο τελικό ι, που κατ… … Dictionary of Greek
-αι — (ΑΝ) κατάληξη ονομαστικής και κλητικής πληθυντικού τών ονομάτων τής α κλίσεως (π. χ. ἡμέραι, χῶραι, ταμίαι, ἐπαγγελματίαι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ονομ./κλητ. πληθ. σε αι τής Ελληνικής (θεαί, χῶραι) είναι αναλογικός σχηματισμός κατά τα θεματικά* κλιτά… … Dictionary of Greek
Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… … Dictionary of Greek
άμφω — ἄμφω, τώ, τά, τὼ και οἱ, αἱ, τὰ (Α) (για άτομα, στρατούς ή έθνη) και οι δύο, και τα δύο, αμφότεροι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά και σε γενική και δοτική δυϊκού ως ἀμφοῖν. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μονό σε ονομαστική και αιτιατική, κυρίως για τα μέρη… … Dictionary of Greek
έοικα — ἔοικα (Α) 1. μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με κάποιον («Ἀντίνοος δέ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικεν», Ομ. Οδ.) 2. μοιάζω με κάποιον σε κάτι («τά γ ὄπισθε Μαχάονι πάντα ἔοικεν», Ομ. Ιλ.) 3. φαίνομαι ότι πράττω κάτι («ἀεὶ γὰρ δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην»,… … Dictionary of Greek
βουβώνας — ο και βουβώνα, η (AM βουβών) συνήθως στον πληθ. το μέρος του σώματος ανάμεσα στο ανώτερο τμήμα των μηρών και στα γεννητικά όργανα, η κοιλότητα ανάμεσα στην κοιλιά και στους μηρούς (αρχ. μσν.) πρήξιμο στη βουβωνική χώρα μσν. πανούκλα αρχ. το… … Dictionary of Greek
διδυμάων — ( ονος), ο, η (Α) 1. δίδυμος 2. στον πληθ. διδυμάονες δύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + (επίθημα) αων (πρβλ. οπάων «σύντροφος»). Η δοτική πληθυντικού διδυμάοσι και η ονομαστική τού δυϊκού διδυμάονε μαρτυρούνται ήδη από τον Όμηρο, ενώ ο Νόννος… … Dictionary of Greek
δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… … Dictionary of Greek
είκοσι — (AM εἴκοσι και προ φωνήεντος εἴκοσιν Α και επικ. ἐείκοσι και ἐείκοσιν) (απόλ. αριθμητ.) ποσότητα δύο δεκάδων νεοελλ. (ως ουσ. με άρθρο) 1. το είκοσι α) η γραφική παράσταση τού αριθμού β) οτιδήποτε έχει τον αριθμό είκοσι (π.χ. θέση, λαχνός,… … Dictionary of Greek
πυραύστρα — ἡ, Α πυράγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + αὔω «ανάβω φωτιά» (πρβλ. πυρ αύσ της) + επίθημα τρα. Η λ. απαντά και στην Μυκηναϊκή με τη μορφή pyrautoro «μικρές λαβίδες, πυράγρες», τ. τού δυϊκού αριθμού, ο οποίος μπορεί να είναι είτε θηλ. (πυραύστρα) είτε ουδ … Dictionary of Greek